φίλιωμα

φίλιωμα
και φιλίωμα, το, Ν [φιλιώνω]
συμφιλίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φίλιωμα — το, ατος συμφιλίωση, συνδιαλλαγή, αποκατάσταση φιλικών σχέσεων: Είχαν χρόνια να μιλήσουν, αλλά μετά το φίλιωμά τους είναι πάντα μαζί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”